- ντραλίζομαι
- και αντραλίζομαι και αντραλιάζομαιχάνω προσωρινά τις αισθήσεις μου και την ικανότητα να κινηθώ, ζαλίζομαι, καταλαμβάνομαι από σκοτοδίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν-τραλίζομαι < μσν. τραλίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.